Παρθενόμυτος

Λήμνος, 29 Ιουνίου. Μία σφήκα πέρασε σαν καταδιωκτικό, ξυστά πάνω από το ξανθό κεφάλι της Χάικε, διακόπτοντας την απόλυτη ηρεμία της. Εκείνη, ξαπλωμένη ανάσκελα, ανασήκωσε λιγάκι το κεφάλι της κι άπλωσε αργά και ράθυμα λίγο ακόμη λάδι στο κορμί της. Έπειτα, έβαλε το ψάθινο καπέλο της και γύρισε μπρούμυτα προσφέροντας βορά στις αχτίδες του ήλιου το γυμνό εαυτό της. Πήρε στα χέρια της το λογοτεχνικό της βιβλίο, βρήκε την τσακισμένη σελίδα και άρχισε να διαβάζει. Ήταν τρεις το μεσημέρι και είχε 35 βαθμούς. Η θάλασσα ήταν ήρεμη. Τα πολύ μικρά κύματα δεν ακούγονταν σχεδόν, καθώς φυσούσε αεράκι που κάλυπτε τον παφλασμό τους.
Η Μικαέλα, όρθια ακριβώς δίπλα της, σχετικά μελαψή (μετά από 15 μέρες διακοπές) ολόγυμνη κι αυτή, τοποθέτησε το δεξί της χέρι σα γείσο καπέλου στο μέτωπο και κοίταξε μαρμαρωμένη τον ελληνικό καλοκαιρινό ορίζοντα, με το λάδι και τους κόκκους άμμου να λαμπυρίζουν πάνω στο καλογυμνασμένο κορμί της. Η μεσημεριανή κάψα την εμπόδιζε να δει καλά οτιδήποτε. Πάντως, διέκρινε με δυσκολία μια μικρή βαρκούλα στο πέλαγος. Έστρεψε το σώμα προς τη φίλη της και οι καστανές της μπούκλες ανέμισαν στο ελαφρύ αεράκι.
Η παραλία είχε μήκος περίπου πέντε χιλιόμετρα. Έμοιαζε με φαγωμένη φέτα καρπουζιού. Διέθετε ψιλή, ξανθιά άμμο. Μόνιμοι κάτοικοί της ήταν χιλιάδες μυρμήγκια και δεκάδες σφήκες, σε αρκετές, διάσπαρτες σφηκοφωλιές. Καμιά φορά, εντελώς ξαφνικά, σηκωνόταν ένα μικρό θορυβώδες συννεφάκι από μεγάλες μύγες που κυνηγιόντουσαν δημιουργώντας ανεμοστρόβιλο κι έπειτα ξαφνικά διαλύονταν και πήγαιναν προς διάφορες κατευθύνσεις σαν αλαφιασμένες.
Στο κέντρο της παραλίας, πάνω σ’ ένα λοφίσκο, σχεδόν θαμμένο στην άμμο, βρισκόταν κουφάρι παλαιού άρματος μάχης, φόβητρο των φωτογραφικών αεροπλάνων των Τούρκων αλλά και μόνιμο σπίτι αρκετών σφηκών του αγρού. Πίσω του, απλώνονταν ολόχρυσα κατάξερα χωράφια, ξυρισμένα σύρριζα, μέχρι το πιο κοντινό χωριό στα πέντε χιλιόμετρα. Ένας άθλιος χωματόδρομος που ανεβοκατέβαινε σε λοφίσκους, με τεράστιες λακκούβες και πέτρες, συνέδεε την παραλία με το μικρό χωριό. Ήταν κακοτράχαλος και αποθάρρυνε ακόμη και τον οδηγό ενός τζιπ να τον ακολουθήσει. Ολόκληρη η δεξιά πλευρά της παραλίας καλύπτονταν από ένα θεόρατο βουνό – φράχτη. Η αριστερή, μετά το τέλος της άμμου, κατέληγε σε απόκρημνο ακρωτήρι που ήταν διανθισμένο με μεγάλους βράχους. Ήταν λοιπόν, μια απόμερη, κρυφή γωνιά του νησιού.
Οι ορδές των τουριστών δεν ήξεραν καν την ύπαρξή της. Μόνο κάποιοι ντόπιοι ή φυσιολάτρες, μοναχικοί και ίσως ριψοκίνδυνοι ταξιδευτές τη γνώριζαν. Όπως οι δυο εικοσάχρονες αυτές γερμανίδες φοιτήτριες μουσικών σπουδών του Πανεπιστημίου του Βερολίνου που με τη θρασύτητα της νιότης, τον άφθονο ελεύθερο χρόνο μέχρι την εξεταστική τους το Σεπτέμβρη και τη διάθεση προσέγγισης της απόλυτης ηρεμίας, την είχαν ανακαλύψει.
Οι δυο κοπέλες, είχαν κατασκευάσει μια υποτυπώδη αλλά σχετικά βολική καλύβα από τα μεγάλα καλάμια που υπήρχαν σε ένα σημείο της παραλίας. Στη σκιά της, είχαν τοποθετήσει επιμελώς τους υπνόσακούς τους, δυο ελβετικούς σουγιάδες, ένα μικρό τσεκούρι, δυο κούτες τσιγάρα, δυο ζευγάρια γυαλιά ηλίου, αναπτήρες, επτά λογοτεχνικά βιβλία, ένα κουτί πρώτων βοηθειών πλήρως εξοπλισμένο, ένα σάκο που περιείχε νερό σε δυο μεγάλα θερμός, οδοντόβουρτσες και οδοντόκρεμες, σαπούνια, σαμπουάν, αντηλιακά, κονσέρβες, γαλέτες, ελάχιστα ρούχα, δυο μονίμως κλειστά αλλά φορτισμένα κινητά, μεταλλικά ποτήρια, ένα μπρίκι, καφέ, ζάχαρη, τρία μπουκάλια ελληνικό κρασί μια κλασική κιθάρα, ένα ελληνογερμανικό λεξικό κι ένα φλάουτο.
Οι κάτοικοι του κοντινού χωριού γνώριζαν την παραλία. Σπανίως όμως την επισκέπτονταν και μάλιστα ορισμένοι μόνο από αυτούς. Το χωριό ήταν αγροτικό – κτηνοτροφικό. Ειδικά τους καλοκαιρινούς μήνες που οι δουλειές ήταν πολλές, ελάχιστοι ντόπιοι είχαν την πολυτέλεια να σκέφτονται την ξεκούραση. Εξάλλου, δεν είχαν μάθει να αντιμετωπίζουν τη θάλασσα σαν τόπο αναψυχής. Ήταν χώρος εργασίας, εξασφάλισης του μεροκάματου. Αλλά και το χωριό δεν είχε ψαράδες. Ή μάλλον είχε. Έναν. Το Λάμπρο.
Σ’ ένα μικρό, φτωχικό αγροτικό σπίτι, εκτός χωριού και πεντακόσια περίπου μέτρα από την παραλία, ζούσε ο Λάμπρος μαζί με την κατάκοιτη μητέρα του. Ήταν ένας μοναχικός, ντροπαλός, οστεώδης και μελαψός 36άχρονος. Είχε ξεμείνει σ’ εκείνες τις ερημιές συνειδητά, να προσέχει τη μητέρα του. Ο πατέρας του είχε πεθάνει χρόνια τώρα και άλλους συγγενείς δεν είχε.
Η μητέρα του ήταν μια καλοκάγαθη, ήσυχη και πονετική μάνα, λιγομίλητη, υπομονετική και χωρίς απαιτήσεις. Συντροφιά της στα 12 χρόνια που ήταν κατάκοιτη – έπειτα από το αυτοκινητιστικό δυστύχημα στην πόλη, τότε που έχασε τον άντρα της – ήταν ο μοναχογιός της, μια – δυο φίλες της απ’ το χωριό που την επισκέπτονταν πότε – πότε και η τηλεόραση. Κάθε πρωί πριν φύγει για το ψάρεμα ο Λάμπρος άφηνε στο κομοδίνο της τα χάπια της, το πρωινό της, το σταθερό τηλέφωνο του σπιτιού – ώστε να τον καλέσει στο κινητό σε περίπτωση που χρειαστεί κάτι – και το τηλεκοντρόλ. Η άτυχη γυναίκα, χρόνια τώρα περνούσε τις περισσότερες ώρες της μπροστά στην τηλεόραση ή ακούγοντας ραδιόφωνο ελληνικό αλλά και τούρκικο.
Ο Λάμπρος είχε κι έναν παιδικό φίλο, το Γιώργο, που ήταν κτηνοτρόφος. Ήταν παντρεμένος στο χωριό και είχε δυο παιδιά. Είχαν μεγαλώσει μαζί. Όταν οι δουλειές τους και οι υποχρεώσεις τους το επέτρεπαν, βρίσκονταν στις ταβέρνες της Μύρινας για να πιουν κανένα τσιπουράκι και να συζητήσουν.
Ο Λάμπρος εκείνο το μεσημέρι της 29ης Ιουνίου την ώρα που η Μικαέλα πάσχιζε να διακρίνει τη βαρκούλα στο πέλαγος, με τα καινούρια κιάλια του, κοίταζε επί ώρα το χυμώδες κορμί της. Γνώριζε από την πρώτη μέρα την παρουσία των δυο κοριτσιών στην παραλία. Του άρεσαν πολύ και οι δυο. Παρόλο όμως που δεν είχε κοπέλα ούτε γυναίκα, είχε ντραπεί να τις πλησιάσει. Τις παρατηρούσε όμως επί ώρες, μέσα από τη βάρκα του, αφού πρώτα άπλωνε τα δίχτυα του και περίμενε την ψαριά. Είχε ξοδέψει τόσες ώρες βλέποντάς τες, ώστε είχε μάθει και τις καθημερινές τους συνήθειες. Εξάλλου, έβγαινε για ψάρεμα νωρίς. Μέσα στην απόλυτη ησυχία του πελάγους απολάμβανε κάθε μέρα μαγεμένος την ανατολή του ηλίου. Έπειτα, άνοιγε το ραδιόφωνό του σε χαμηλή ένταση πιάνοντας κάποτε αμανέδες κι άλλοτε ελληνικά τραγούδια.
Την ησυχία του συχνά χαλούσαν αερομαχίες ελληνικών και τούρκικων μαχητικών. Είχε δει άπειρες φορές το ίδιο έργο και πλέον δεν εντυπωσιαζόταν. Μάλλον εκνευριζόταν. Καμιά φορά, δε σήκωνε καν το κεφάλι να κοιτάξει. Περίμενε μόνο να κοπάσει ο εκκωφαντικός θόρυβος από τις μηχανές των αεροπλάνων κι έπειτα δυνάμωνε το ραδιόφωνό του σα να ᾿θελε να ξεχάσει το πέρασμά τους.
Ο Λάμπρος έριχνε τα δίχτυα και περίμενε. Και κάθε τόσο έπαιρνε τα κιάλια του προσπαθώντας να διακρίνει τις κοπέλες. Τις ατέλειωτες ώρες που είχε ζήσει στα ανοιχτά μόνος, φιλοσοφούσε συχνά για τη ζωή, τη φύση και την ύπαρξη. Δεν είχε διαβάσει πολλά βιβλία στη ζωή του αλλά είχε καλλιεργήσει μια γνήσια αγάπη για το περιβάλλον και διέθετε έναν πηγαίο ανθρωπισμό. Η θάλασσα είχε μαλακώσει την ψυχή του, του είχε διδάξει την εγκράτεια.
Συνήθως πρώτη έβγαινε από τον υπνόσακο η Χάικε. Πλενόταν και πήγαινε πίσω από τις κοντινές καλαμιές που χρησιμοποιούσαν ως τουαλέτα. Ήταν εντυπωσιακός ο τρόπος που οι δυο Βερολινέζες είχαν προσαρμοστεί και άντεχαν τις πρωτόγονες συνθήκες διαβίωσης· κυρίως επειδή η μεν Μικαέλα ήταν κόρη μεγαλογιατρού η δε Χάικε βουλευτή και θα έλεγε κανείς πως ήταν δυο καλομαθημένες κοπέλες που θα μπορούσαν να ᾿χουν την καλύτερη σουίτα στο νησί. Στη συνέχεια η Χάικε έψηνε ελληνικό καφέ και άναβε τσιγάρο. Κατόπιν, φώναζε τη Μικαέλα. Μετά το πρωινό τους τα κορίτσια συνήθως έκαναν την πρώτη βουτιά. Ύστερα, πήγαιναν σ’ ένα παλιό κοντινό πηγάδι που είχε ακόμη νερό, τραβούσαν με τον κουβά και ξεπλένονταν.
Το πηγάδι ήταν του Λάμπρου, βρισκόταν μέσα σ’ ένα από τα χωράφια του. Τις απογευματινές ώρες, έχοντας επιστρέψει από τη δουλειά έβλεπε συχνά τα δυο κορίτσια να δροσίζουν, να ξεπλένουν τα γυμνά κορμιά τους και να λούζονται με το νερό του.
Το σπίτι του, το μοναδικό κτίσμα στην περιοχή, ήταν στα τριακόσια μέτρα από το πηγάδι και έμοιαζε ακατοίκητο. Ή τουλάχιστον έτσι νόμιζαν η Μικαέλα και η Χάικε. Το πηγάδι δεν το χρησιμοποιούσε κανείς σχεδόν ποτέ. Άφοβα λοιπόν οι κοπέλες το επισκέπτονταν και πλένονταν. Ποτέ όμως δεν έπιναν το νερό του. Δε γνώριζαν αν ήταν πόσιμο. Ούτε προς το σπίτι πλησίαζαν. Δεν ήθελαν να ενοχλήσουν ή να θεωρηθούν κλέφτρες. Δεν ήξεραν βέβαια την ύπαρξη της κατάκοιτης μητέρας του Λάμπρου. Ούτε και τον ίδιο είχαν δει ποτέ.
Ανά τρεις μέρες μία από τις δυο, καβαλούσε το μικρό βεσπάκι που είχαν νοικιάσει για όλο το καλοκαίρι και πήγαινε για τις απαραίτητες προμήθειες και δουλειές στο χωριό και σπανιότερα στην πόλη.
Κάθε βράδυ οι ήχοι της κιθάρας της Χάικε και του φλάουτου της Μικαέλας κι έπειτα τα δυνατά κοριτσίστικα γέλια τους διαπλέκονταν με το επαναλαμβανόμενο κρώξιμο των βατράχων. Η ησυχία της εξοχής έδινε τη δυνατότητα στον ήχο να φτάνει καθαρά στο σπίτι του Λάμπρου. Εκείνος μαγεμένος, άκουγε τις βορειοευρωπαϊκές, βαυαρικές μελωδίες τους και τα ακατάληπτα τραγούδια τους, καθισμένος μόνος κάτω από την κληματαριά του σπιτιού του, συντροφιά μόνο με τα τσιγάρα και το τσίπουρό του και ξεκουραζόταν από τον κάματο της ημέρας. Οι όποιες βαριές σκέψεις τότε έφευγαν, εξαφανίζονταν, φαντασιώσεις με νεράιδες και γοργόνες ξεπηδούσαν κι εκείνος κάθε φορά βρισκόταν στο ίδιο μεταίχμιο, να πάει να συναντήσει τις σειρήνες ή όχι;
Μόνο μιαν ημέρα μετά από αρκετό τσίπουρο το αποφάσισε και πλησίασε. Είδε τότε τις δυο νέες να χοροπηδούν ιδρωμένες και ημίγυμνες γύρω από μια φωτιά κοντά στη θάλασσα και ως άλλοι θιασώτες του Διονύσου να πίνουν και να τσιροβολούν. Τότε, οι χτύποι της καρδιάς του αυξήθηκαν απότομα όμως το θάρρος του δεν έφτασε να πάει να τους μιλήσει. Ο Λάμπρος χάθηκε σα σκιά, όπως είχε πλησιάσει, κι επέστρεψε αθόρυβα στο σπίτι του τρέμοντας από επιθυμία και ανεκπλήρωτους πόθους.
Ο ήχος των τραγουδιών μετά από λίγο χάθηκε. Ο Λάμπρος έγειρε στην ψημμένη χρόνια από τον ήλιο και ποτισμένη από αλμύρα παλιά καρέκλα, με τα πόδια του τεντωμένα και τα γυμνά δάχτυλα τους να αφουγκράζονται το έδαφος. Εκεί, στη μέση της μικρής του αυλής, με την κληματαριά από πάνω του να υποδέχεται τη βραδινή δροσιά, η καρδιά του άνοιξε σαν δίφυλλη πόρτα και για λίγα δευτερόλεπτα – όσο χρειάστηκε ένα μυρμήγκι να σκαρφαλώσει από το μικρό του δάχτυλο στο γόνατο – υποδέχτηκε φιλόξενα ένα ζευγάρι τριζόνια που υμνούσαν το καλοκαίρι, ένα φύλλωμα που λικνιζόταν, το φεγγάρι που ζωγράφιζε το πρόσωπό του με ακτίνες κι ακόμη τη σιωπή, που τον ευχαριστούσε γιατί άδειασε τη σκέψη του για χάρη της. Γλυκά κούρνιασε στα αυτιά του και του ψιθύρισε «μείνε ακόμη λίγο μαζί μου». «Τίποτε… τίποτε άλλο δε θέλω…» της απάντησε κι έκλεισε τα βλέφαρά του.
4 Ιουλίου, 8:23 το πρωί. Η Χάικε, ως συνήθως, σηκώθηκε πρώτη. Έπλυνε το πρόσωπό της αφαιρώντας τον ύπνο και βούρτσισε τελετουργικά τα δόντια της. Ξαφνικά, είδε στα 15 μέτρα από την καλύβα κάποια αντικείμενα. Πλησίασε και διαπίστωσε πως ήταν μια σακούλα γεμάτη ολόφρεσκα ψάρια! Δίπλα της υπήρχε μια ψηστιέρα με κάρβουνα και μια δεύτερη σακούλα με λεμόνια, σταφύλια, αγγούρια, ντομάτες, κατσικίσιο τυρί και χωριάτικο ψωμί. Τέλος, υπήρχε και μια μεγάλη μποτίλια με τσίπουρο. Αμέσως ξύπνησε τη Μικαέλα και την ενημέρωσε για το γεγονός.
Οι κοπέλες αναρωτήθηκαν. Όλα αυτά, φυσικά, δε βρέθηκαν τυχαία εκεί. Υπήρχε κάποια ή κάποιος που γνώριζε μέρες την παρουσία τους στην παραλία. Πιθανότατα ήταν γηγενής και μάλιστα έδειχνε φιλικές διαθέσεις και επιθυμία να γνωριστούν. Αλλιώς προς τι το δώρο; Αλλά πάλι γιατί ο μυστηριώδης άνθρωπος δεν εμφανίστηκε να τα δώσει αυτοπροσώπως; Τι ήταν αυτό που τον έκανε να κρατήσει μυστική την ταυτότητά του; Μήπως ήταν άσχημος και κομπλεξικός με την εμφάνισή του; Μήπως ήταν ντροπαλός και η σχεδόν μόνιμη γύμνια των κοριτσιών τον είχε αποθαρρύνει; Οι κοπέλες πέρασαν τη μέρα συζητώντας για το συμβάν, άλλοτε αντιμετωπίζοντάς το με χαρά, άλλοτε με χιούμορ κάποτε και με επιφύλαξη.
Τελικά, αποφάσισαν να τοποθετήσουν την επόμενη μέρα στο ίδιο σημείο ένα αντίδωρο. Ένα μπουκάλι από τα ελληνικά κρασιά τους μαζί μ’ ένα σημείωμα – πρόσκληση που έγραφε στα ελληνικά με τη βοήθεια του ελληνογερμανικού λεξικού: «Με λένε Μικαέλα και Χάικε. Εσύ φίλος. Όχι φοβάμαι. Κρασί πίνω κι εσύ».
Νωρίς το ίδιο βράδυ ο Λάμπρος μύρισε από μακριά τα ψάρια που ψήνονταν και άκουσε τα μεθυσμένα από το τσίπουρό του γέλια των κοριτσιών. Κατάλαβε πως τα δώρα του έγιναν δεκτά. Ένα χαμόγελο έσκασε στα λεπτά χείλη του και τα σκοτεινά καστανά μάτια του έλαμψαν μέσα στο σκοτάδι. Ένα τσιγάρο ικανοποίησης και αγαλλίασης άγγιξε τα χείλη του. Κάθισε αναπαυτικά σε μια καρέκλα κάτω από την κληματαριά. Ατένισε τον έναστρο καλοκαιρινό ουρανό γεμάτος ελπίδα, χαρά και πάθος.
Την επομένη, το σούρουπο, τα κορίτσια τοποθέτησαν το κρασί και το σημείωμα στο σημείο που είχαν βρει τα δώρα και περίμεναν. Ήταν πολύ περίεργες. Ήθελαν να μάθουν ποιος ήταν ο ξένος. Έβαλαν λοιπόν από ένα μαύρο μπλουζάκι και ξάπλωσαν στην άμμο σε κοντινό σημείο. Η νύχτα ήλθε, οι ώρες περνούσαν και κανείς δεν εμφανιζόταν. Οι κοπέλες νύσταξαν. Τις πήρε ο ύπνος για λίγη ώρα. Όταν η Μικαέλα ξύπνησε πρώτη από το νυχτερινό κρύο και την υγρασία, είδε το μπουκάλι και το σημείωμα να λείπουν.
Πέρασε μια εβδομάδα χωρίς καμία εξέλιξη. Άνθρωπος δε φάνηκε. Μόνο τα τζιτζίκια ακούγονταν δυνατότερα κάθε μέρα κι έπιαναν το τραγούδι όλο και πιο νωρίς. Το αργό ελληνικό καλοκαίρι εντείνονταν σταθερά. Οι πέτρες και η άμμος έκαιγαν όλο και περισσότερο, η θερμοκρασία το μεσημέρι έφτανε κοντά στους σαράντα. Τα έντομα είχαν πολλαπλασιαστεί και οι κοπέλες πρόσθεσαν πανιά και τούλια στην καλύβα τους για τα κουνούπια και κάθε βράδυ πασαλείβονταν με αλοιφές. Έσκαψαν και μια στρογγυλή τάφρο γύρω από την καλύβα και τη γέμισαν θειάφι για να μην πλησιάζουν φίδια.
Η Χάικε ξύπνησε με την ανατολή του ήλιου το πρωινό της 12ης Ιουλίου. Μια γλυκιά ζάλη είχε θρονιαστεί στο κεφάλι της από το κρασί της προηγούμενης νύχτας. Βρισκόταν ακόμη μέσα στον υπνόσακο κοιτάζοντας μπροστά της την ήρεμη θάλασσα και τον αχανή ορίζοντα που απλωνόταν μπρος της, χωρίς καμία σκέψη, απολαμβάνοντας τους μικροθορύβους της πρωινής φύσης, παρατείνοντας το όμορφο ξύπνημα. Τα τζιτζίκια είχαν αρχίσει ήδη το καθημερινό κοντσέρτο. Σε λίγο σηκώθηκε, πήρε την κιθάρα της και η μουσική της έσμιξε με εκείνη της φύσης.
Κάποια στιγμή όμως καθώς έστρεφε το κεφάλι αριστερά και δεξιά σιγομουρμουρίζοντας το γλυκό σκοπό που έπαιζε, αντιλήφθηκε ότι το δεδομένο τοπίο της παραλίας είχε υποστεί μιαν αλλαγή. Κοίταξε καλύτερα στα δεξιά της. Στα 100 περίπου μέτρα από την καλύβα τους είχε στηθεί μια δεύτερη από καλάμια. Φαινόταν πολύ μεγαλύτερη και άνετη. Μπροστά της στέκονταν ένας άνδρας όρθιος, κοιτάζοντάς την εκστασιασμένος, χωρίς καν να βλεφαρίζει. Αλλά κι αυτή έμεινε αποσβολωμένη από τη λεβεντιά και τον ερωτισμό του. Οι χτύποι της καρδιάς της άθελά της πύκνωσαν και τα γόνατά της άρχισαν να λύνονται. Την κατέλαβε ένα ακαθόριστο συναίσθημα φόβου και συνάμα πόθου. Έτρεξε γρήγορα στην καλύβα και ξύπνησε τη Μικαέλα. Την ενημέρωσε για το απροσδόκητο συμβάν χωρίς να πάρει ανάσα. Έβαλαν και οι δυο από ένα t – shirt και ένα τζιν σορτσάκι και κίνησαν διστακτικά να τον συναντήσουν. Ο άνδρας ήταν ακόμη εκεί, στην ίδια θέση, τις περίμενε. Τα κορίτσια πλησίασαν σιγά – σιγά, διστακτικά. Στη θάλασσα μπροστά από την καλύβα, τραβηγμένη στην άμμο, υπήρχε μια βαρκούλα, η «κυρά Λένη». Στα τριάντα μέτρα ο νέος διακρίνονταν πλέον καλά. Είχε ίσια, μακριά μαύρα μαλλιά που σείονταν ελαφρά στο πρωινό αεράκι, μάλλον καστανά μάτια, ήταν αδύνατος αλλά γεροδεμένος με μεγάλες πλάτες· το πρόσωπό του ήταν ηλιοκαμένο, αρρενωπό και αυστηρό· φαινόταν σκληραγωγημένος κι έμοιαζε ντόπιος. Φορούσε ένα παλιό, ελαφρύ, μπεζ πουκάμισο με σηκωμένα μανίκια και ένα ψαράδικο τζιν παντελόνι. Ήταν ξυπόλητος όπως κι αυτές. Έφτασαν στα δέκα μέτρα. Ο νέος τις κοίταζε με ένα αδιόρατο χαμόγελο, με αντρική προσμονή αλλά και σοβαρότητα.
Οι κοπέλες έφτασαν μπροστά του. Ο άντρας μύριζε αρμύρα· φλέβες και νεύρα αποδείκνυαν πως τα χέρια του είχαν κάνει πολλά μεροκάματα. «Γκεια σου!» του είπε ντροπαλά στα ελληνικά πρώτη η Μικαέλα ενώ η Χάικε τον κοίταξε μονάχα, χαμογελαστή αλλά και διστακτική συνάμα. «Καλημέρα!» είπε ο άντρας με ζεστή φωνή κι έπειτα έμεινε να κοιτάζει σιωπηλός την εκθαμβωτική ομορφιά της Χάικε και τη γλυκύτητα της Μικαέλα. Η Χάικε κατέβασε λίγο τα μάτια διαισθανόμενη το αντρικό βλέμμα. Ο Λάμπρος που γνώριζε λίγα αγγλικά δεν έχασε την ευκαιρία να τα χρησιμοποιήσει. Είπε στις κοπέλες «γουέιτ!» κι εξαφανίστηκε για 30 δευτερόλεπτα μέσα στην καλύβα. Τα κορίτσια κοιτάχτηκαν με απορία ανάμεικτη με φόβο. Ο Λάμπρος βγήκε πάλι έξω χαμογελώντας και κρατώντας άδειο το μπουκάλι κρασί που του είχαν προσφέρει οι κοπέλες και το σημείωμα τους.
Τα κορίτσια χαμογέλασαν. Ο άγνωστος είχε δεχτεί την πρόσκλησή τους και ήταν μπροστά τους.
Ακολούθησε σιωπή αμηχανίας. Οι κοπέλες κάλεσαν τον Λάμπρο στην καλύβα τους και του πρόσφεραν καφέ. Συνεννοούνταν με μισά αγγλικά και μισά ελληνικά. Είχε φτάσει πια 10 η ώρα, όταν τα κορίτσια είπαν πως ήθελαν να κάνουν την πρώτη τους βουτιά. Κοιτάχτηκαν μεταξύ τους. Ο Λάμπρος κατάλαβε πως δεν είχαν μαγιό και πιθανότατα τον ντρέπονταν. Σηκώθηκε πρώτος, πήγε προς τη θάλασσα, έβγαλε όλα του τα ρούχα και τα απόθεσε στην άμμο. Τα κορίτσια τον έβλεπαν και έριχναν πνιχτά γελάκια. Έπειτα, βούτηξε στη θάλασσα κι έκανε να φανεί περίπου ένα λεπτό. Τα κορίτσια δεν έχασαν καιρό, γδύθηκαν αμέσως κι έπεσαν κι αυτά. Πήγαν κοντά του. Έπαιξαν σαν παιδιά για αρκετή ώρα. Ο Λάμπρος κράτησε χαρακτήρα όλο αυτό το χρονικό διάστημα. Δεν έδειξε κανένα σημάδι ερωτικής πείνας και αντιμετώπιζε τα κορίτσια σα να ήταν ντυμένα.
Κάποια στιγμή τους είπε πως έπρεπε να φύγει. Βγήκε, ντύθηκε, πήγε προς την «κυρά Λένη», την έσυρε στο νερό και ανοίχτηκε στο πέλαγος. Τα κορίτσια του έγνεφαν και τον χαιρετούσαν καθώς απομακρυνόταν. Ο Λάμπρος, που και που σήκωνε κι αυτός το αριστερό του χέρι χαμογελώντας. Ήταν ευτυχισμένος.
Εν τω μεταξύ η Μικαέλα που αισθανόταν κάπως κουρασμένη ενημέρωσε τη Χάικε πως θα πάει να ξαπλώσει λίγο στην αμμουδιά. Η Χάικε όμως δεν την ακολούθησε. Ήθελε κατά βάθος να ακολουθήσει το Λάμπρο, να πάει όσο γινόταν πιο κοντά του. Έμεινε στην παραλία και τον κοίταζε ώσπου έγινε μικρή κουκίδα στον ορίζοντα. Είχε αρχίσει να ερωτεύεται τον Έλληνα, την αντρική του ομορφιά, την απλότητα, την καθαρότητα της ψυχής του. Αλλά και ο Λάμπρος δεν έπαιρνε τα μάτια του από πάνω της όλο το πρωινό.
Τις επόμενες δύο εβδομάδες, περνούσε από τα κορίτσια, το απόγευμα, μετά τη δουλειά. Τους έφερνε πάντα ψάρια και μαλάκια από την καθημερινή ψαριά του και παρέμενε αρκετές ώρες μαζί τους καθώς είχαν πλέον εγκατασταθεί στη δική του πολύ πιο ευρύχωρη και καλοκατασκευασμένη καλύβα. Έκαναν πλέον μπάνιο μαζί και κυκλοφορούσαν συνέχεια γυμνοί, απελευθερωμένοι από κάθε συμβατικότητα. Τα κορίτσια συχνά του έπαιζαν μουσική και του τραγουδούσαν. Ο Λάμπρος τις μάθαινε ελληνικά και καμιά φορά τις πήγαινε με τη βάρκα του στην κοντινή κρυφή σπηλιά με τα δροσερά τιρκουάζ νερά. Κάποιες φορές τις πήρε και στο ψάρεμα μαζί του. Μόνο στη μάνα του δίσταζε να τις πάει, δεν ήξερε πως θα το ᾿παιρνε η κυρά Λένη.
Ο Ιούλιος έφτανε στο τέλος του. Μια μέρα ήρθε στο σπίτι του Λάμπρου ο φίλος του ο Γιώργος. Είχαν να επικοινωνήσουν μέρες. Του φάνηκε περίεργο το ότι οι συναντήσεις τους είχαν αραιώσει ξαφνικά. Ρώτησε την κυρά Λένη που βρίσκεται ο φίλος του. Η μητέρα του όμως δεν ήξερε τίποτα. Ο Λάμπρος δεν της μιλούσε για τα απογεύματα που έλειπε. Κι εκείνη ήταν διακριτική. Είχε αρχίσει να υποψιάζεται πως βρήκε κάποια κοπέλα και χαίρονταν με αυτή τη σκέψη. Ήθελε πριν κλείσει τα μάτια της να τον δει γαμπρό.
Ο Γιώργος βγήκε έξω από την αυλόπορτα του σπιτιού του Λάμπρου. Άναψε ένα τσιγάρο, και κοίταξε με μισόκλειστα από τον ήλιο μάτια προς το πέλαγος. Γύρισε περισκοπικά το κεφάλι του και ξαφνικά είδε κοντά στο παλιό πηγάδι το Λάμπρο να ρίχνει νερό με τον κουβά σε δυο ολόγυμνες όμορφες νεράιδες. Τα ᾿χασε. Έκανε στιγμιαία να πλησιάσει μα το ξανασκέφτηκε. Κρύφτηκε γρήγορα πίσω από μιαν ελιά. Ώστε γι’ αυτό λοιπόν ο φίλος του είχε εξαφανιστεί! Ο Γιώργος έμεινε να κοιτάζει από μακριά για λίγη ακόμη ώρα τη σκηνή κι έπειτα, χωρίς να γίνει αντιληπτός, πήρε το αγροτικό του αυτοκίνητο και αθόρυβα γύρισε στο σπίτι του.
Δεν είχε θυμώσει με τον φίλο του. Όμως η ονειρική και ανέμελη εικόνα που είχε αντικρίσει, τον έκανε να σκεφτεί τη δική του ζωή. Ναι, είχε μια γυναίκα που τον αγαπούσε και δυο καταπληκτικά παιδάκια. Είχε καιρό όμως να γευτεί τα αγαθά της ανδρικής ελευθερίας. Ένιωσε πνιγμένος. Το βράδυ σχεδόν δεν έκλεισε μάτι. Κι όταν πάλευε να κοιμηθεί είχε παραισθήσεις. Έβλεπε δυο καστανόξανθες μαινάδες να τον πλησιάζουν ολόγυμνες και προκλητικές, έχοντας ένα σύννεφο από γλάρους πάνω από τα κεφάλια τους απλώνοντας τα χέρια τους προς το μέρος του με βλέμμα όλο υποσχέσεις.
1η Αυγούστου, πρωί. Η Λήμνος περίμενε στωικά το λιοπύρι. Το μεσημέρι η θερμοκρασία θα έφτανε τους 42 βαθμούς. Ο Λάμπρος πάντοτε στους μεγάλους καύσωνες δεν έβγαινε για ψάρεμα. Καθόταν στο σπίτι ώστε να προσφέρει ασφάλεια και φροντίδα στην αγαπημένη του μητέρα. Είχε μάλιστα περάσει και κλιματιστικό στο δωμάτιό της αν και η ίδια δεν το πολυήθελε. Το μεσημέρι έκλεισε τα παντζούρια. Το πρωί είχε συναντήσει για λίγο τις κοπέλες και τις κάλεσε για πρώτη φορά στο σπίτι του, καθώς είχε μάθει για τον καύσωνα. Οι κοπέλες δε δέχτηκαν. Ντρέπονταν. Σκέφτονταν ότι θα ερχόταν ξαφνική στη μητέρα του μια τέτοια επίσκεψη, τη στιγμή μάλιστα που ο Λάμπρος τους είχε εξομολογηθεί παλαιότερα ότι δεν της είχε αναφέρει τίποτα για την ύπαρξη τους.
Οι κοπέλες γέμισαν τα θερμός τους με κρύο νερό κι αγόρασαν πολλά φρούτα. Με ένα άσπρο σεντόνι του Λάμπρου κατασκεύασαν υπόστεγο που στηριζόταν σε τέσσερις πασσάλους. Ξάπλωσαν γυμνές στη σκιά του και πασαλείφτηκαν με αντηλιακά. Ευτυχώς δεν είχε απόλυτη άπνοια. Ένα πολύ ελαφρύ, λυτρωτικό αεράκι φυσούσε και δρόσιζε υποτυπωδώς τα πυρακτωμένα κορμιά των κοριτσιών. Ο ήλιος πέρασε αδυσώπητος πάνω από τη Λήμνο και την τσουρούφλισε.
Το ίδιο βράδυ ο Λάμπρος, μόλις κοιμήθηκε η μάνα του, πήγε στις κοπέλες. Είχε φέρει μαζί του όπως πάντα θαλασσινούς μεζέδες και τσίπουρο. Είχε δεν είχε περάσει μια ώρα μαζί τους, όταν ακούστηκε μια γνώριμη στο Λάμπρο φωνή να λέει: «Γεια σας! Να έρθω κι εγώ στην παρέα σας;» Ο Λάμπρος ξαφνιάστηκε. Γύρισε και είδε στο μισοσκόταδο το φίλο του το Γιώργο.
«Φίλε χάθηκες μέρες! Πέρασα από το σπίτι σου αλλά δε σε βρήκα. Έπειτα είδα τη φωτιά στην παραλία και είπα να κοιτάξω μήπως είσαι εσύ…» ξεκαθάρισε ο Γιώργος.
«Καλά έκανες Γιώργο...», είπε σαστισμένος ο Λάμπρος. «Έλα να σου γνωρίσω τα κορίτσια».
Οι κοπέλες καλοδέχτηκαν το νεοφερμένο καθώς κατάλαβαν πως ήταν φίλος του Λάμπρου.
Ο Γιώργος ήταν ένα εργατικό χωριατόπαιδο με καστανόξανθα κοντά μαλλιά και ροδαλά μάγουλα. Ήταν σχετικά κοντός αλλά με δυνατά χέρια και κορμί. Φαινόταν ανυπόμονος, νευρικός και ανέδιδε μια σχετική τραγίλα, σήμα κατατεθέν της δουλειάς του, που για τις Βαυαρές μεταφράζονταν εν μέρει σε ελληνική βαρβατίλα. Τα κορίτσια φορούσαν t – shirt και σορτσάκια καθώς η νύχτα είχε φέρει μαζί της λίγη δροσιά.
Ο Γιώργος γνώριζε καλούτσικα Γερμανικά – είχε κάνει μετανάστης στη Φραγκφούρτη δύο χρόνια – πράγμα που χαροποίησε τα κορίτσια και ιδιαίτερα τη Μικαέλα που από την αρχή του έδειξε ιδιαίτερη συμπάθεια. Όλο το βράδυ οι δυο τους κοιτάζονταν μέσα στα μάτια σε κάθε ευκαιρία. Ο Λάμπρος το πρόσεξε, το ίδιο και η Χάικε. Ο Γιώργος ήταν ευχάριστος στην παρέα. Έλεγε αστεία, ήταν ομιλητικός, ρηχός και απλός. Κανείς δεν έπληττε μαζί του.
Αργά, κατά τις 3, οι δυο φίλοι είπαν να φύγουν. Τα κορίτσια τους χαιρέτησαν και είπαν και στο Γιώργο να περάσει την άλλη μέρα. Ο Λάμπρος συνόδεψε το φίλο του στο αγροτικό του αυτοκίνητο και ο Γιώργος καθώς βρέθηκαν μόνοι βρήκε την ευκαιρία και εξέφρασε το παράπονό του:
«Φίλε σε βρίσκω άγρια βολεμένο με τις Γερμανιδούλες, γι᾿ αυτό χάθηκες και με ξέχασες και δε λες λέξη, έτσι; Μπράβο ρε!»
«Γιώργο είσαι παντρεμένος, δε χρειάζεται να μπλέξεις. Εξάλλου είμαστε φίλοι μονάχα με τις κοπέλες. Δε γίνεται και τίποτα…» τόνισε ο Λάμπρος.
«Αυτά να τα πουλήσεις αλλού Λαμπρούκο, όχι σε μένα» είπε με σαρκασμό ο Γιώργος. «Δεν πειράζει όμως, εγώ δε σου κρατάω κακία. Απλώς θέλω κι εγώ μερίδιο από τη λεία. Ξέρεις πόσο καιρό έχω να πάω με άλλη γυναίκα σ’ αυτό το κωλονήσι; Εξάλλου πιστεύω να πρόσεξες ότι η μια Γερμανιδούλα με καλοβλέπει…»
Ο Λάμπρος δεν είπε λέξη. Κίνησαν και οι δυο για τα σπίτια τους.
Το βράδυ ο Λάμπρος ξενύχτησε. Είχε φανεί εγωιστής και μοναχοφαγάς στα μάτια του παιδικού του φίλου. Ήξερε όμως ότι ο Γιώργος ήταν ξεροκέφαλος και ασυγκράτητος στο θέμα «ωραία γυναίκα». Τον είχε ξελασπώσει εξάλλου παλαιότερα όταν τα ᾿μπλεξε με μια Ουκρανή μπαργούμαν στη Μύρινα και παραλίγο να διαλύσει το σπίτι του. Τότε είχε ισχυριστεί στη γυναίκα του ότι ο ίδιος τα ᾿χε φτιάξει με τη γκόμενα κι ότι ο Γιώργος απλά ερχόταν καμιά φορά στο μπαρ για παρέα. Το πράγμα ψιλομπαλώθηκε και ξεχάστηκε.
Την άλλη μέρα το πρωί ο Λάμπρος βγήκε για ψάρεμα. Κάποια στιγμή, έπειτα από ώρα, πήρε τα κιάλια του και κοίταξε προς την παραλία. Έμεινε άγαλμα. Ο Γιώργος και οι κοπέλες πλατσούριζαν παρεούλα, ολόγυμνοι στην ακτή, πετούσαν νερά, κυνηγιόντουσαν και βύθιζαν ο ένας τον άλλο στη θάλασσα. Ένιωσε το αίμα να ανεβαίνει στο κεφάλι του και τη ζήλια να καταλαμβάνει μέχρι και το τελευταίο του κύτταρο. Πέταξε εκνευρισμένος τα κιάλια σε μιαν άκρη της βάρκας, μάζεψε τα δίχτυα του και γύρισε πίσω.
Το απόγευμα πήρε τηλέφωνο το Γιώργο στο κινητό και καυγάδισε μαζί του. Εκείνος του είπε πως θα πήγαινε την άλλη μέρα στην παραλία με το φίλο του το Σωτήρη, στον οποίο είχε πει την περίπτωση.
Πράγματι, την επομένη εμφανίστηκαν στην παραλία ο Γιώργος με τον Σωτήρη. Το ίδιο έργο παίχτηκε πάλι, τώρα πια με τέσσερα χαρούμενα πιτσουνάκια να χαίρονται τη γύμνια τους και το καλοκαίρι. Ο Λάμπρος, με τη βάρκα του, ακίνητο σημείο στον ορίζοντα, παρακολουθούσε σκεφτικός και σοβαρός.
Το ίδιο βράδυ πήγε στα κορίτσια. Ήταν μπανιαρισμένος, μυρωδάτος, καλοξυρισμένος κι όμορφος. Ήπιε μαζί τους, ανοίχτηκε, τραγούδησε, χόρεψε, μέθυσε. Κοιμήθηκε στην καλύβα τους αγκαλιά με τη Χάικε, χωρίς όμως κάτι παραπάνω.
Ο Γιώργος και ο Σωτήρης τους βρήκαν το άλλο πρωί γυμνούς και σχεδόν αγκαλιασμένους να κοιμούνται ακόμη. Τα άδεια μπουκάλια από το κρασί, τα αποτσίγαρα, ο λιγοστός καπνός από τη θράκα, τα πεταμένα ρούχα, ήταν σημάδια από διονυσιακό πάρτι. Τέσσερα μάτια κοίταξαν με μίσος, ζήλια και πάθος το θέαμα. Έφυγαν αθόρυβα, χωρίς να τους ξυπνήσουν και δεν ξαναφάνηκαν.
................................................................................................
Στα μέσα του Αυγούστου πέθανε η μητέρα του Λάμπρου. Οι δυο Γερμανίδες ξεχώριζαν σαν τη μύγα μες στο γάλα στην κηδεία. Και βέβαια ήταν η μόνιμη συζήτηση στο χωριό για εβδομάδες καθώς στον πηγαιμό για το νεκροταφείο κρατούσαν αγκαζέ, και απ’ τις δυο πλευρές, τον περίλυπο Λάμπρο, συνοδεύοντας την κυρά – Λένη στην τελευταία της κατοικία, φορώντας τα μπλε τζιν σορτσάκια τους που άφηναν απ’ έξω το μισό κωλομέρι και δυο μαύρα t – shirts. Οι λίγοι δεκατετράχρονοι πιτσιρικάδες του χωριού, μέρες φαντασιώνονταν τις ημίγυμνες όμορφες Γερμανίδες και αντλούσαν έμπνευση για τους εφηβικούς τους αυνανισμούς. Σιγά μην ασχολούνταν με τους θρήνους και τις κηδείες...
26 Αυγούστου, 10 το πρωί. Ο Λάμπρος έκλεισε και το τελευταίο παντζούρι στο φτωχικό και απομονωμένο αγροτόσπιτο του Παρθενόμυτου. Το κλειδί γύρισε στην κλειδαριά και σφάλισε την πόρτα. Οι βαλίτσες ήδη είχαν φορτωθεί στο ταξί. Επιβιβάστηκαν. Κοίταξε – μ’ ένα βλέμμα γεμάτο αγάπη και θλίψη – το σπίτι, την παραλία, το βουνό και τέλος τη βάρκα του την κυρά – Λένη σκεπασμένη και έρημη μέσα στην αυλή. Έπειτα, αγκάλιασε τις δυο κοπέλες και βύθισε το βλέμμα του στα μάτια της Χάικε. Η Μικαέλα του χαμογέλασε γλυκά ενώ η Χάικε του έδωσε ένα ζεστό φιλί. Το αεροπλάνο πέταξε στις 12 για Αθήνα κι από εκεί για Βερολίνο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου