Με το Ευαγγέλιο στο στήθος ο παπα - Σαράντης και στο ένα του χέρι να κρατάει το Σταυρό και μαζί με τους δυο ψαλτάδες του, έβγαινε από την Εκκλησία μας την Ανάληψη για το ποτάμι. Πιο μπροστά πήγαιναν τα «Εξαπτέρυγα» και πίσω τους το εκκλησίασμα, οι χωριανοί μας. Όλοι βάδιζαν με προσοχή πάνω στον πάγο και στο φρέσκο χιόνι, που έπεσε μπόλικο τη νύχτα και σκέπασε τα σπίτια και τους δρόμους και έμεινε χειμωνιάτικο «στολίδι» πάνω στα ξερά κλαδιά των δένδρων, κρατώντας τα «χριστουγεννιάτικα!»
Όμως για δες σήμερα το πρωί. Η φύση άλλαξε και ο ήλιος έλαμψε στον ουρανό, κάνοντας και τη μέρα
με το άσπρο χιόνι γύρω, ακόμα πιο φωτεινή. Έτσι για να ταιριάζει με τη σημερινή
γιορτή. Τη μεγάλη Γιορτή των Φώτων!
Εδώ και πολλά χρόνια στο χωριό σαν σήμερα, η κατάδυση του
Σταυρού και ο Αγιασμός, γινόταν στην πλατεία κάτω από την μεγάλη ξύλινη γέφυρα,
εκεί που το νερό καθώς στριφογύριζε πάνω στ’ ανάχωμα, έτρωγε το βυθό του και
γινόταν βαθύτερο. Εφέτος όμως η Επιτροπή με τον πρόεδρο της Κοινότητας,
αποφάσισαν να πέσει ο Σταυρός στον «πάνω μαχαλά», πάλι σε μια απότομη στροφή του
ποταμιού, κοντά στα σπίτια του Μάρκου και του Νικόλα, όπου επίσης το νερό είχε αρκετά
μεγάλο βάθος αλλά και πλάτος, ικανό να χωρέσει όλους όσους θα σκέφτονταν να
πέσουν και να τον πιάσουν.
Ήδη η πομπή, χωμένη μέσα στα μάλλινα ρούχα της με κόκκινες
τις μύτες και τα μάγουλα αλλά και τα χέρια να γίνονται σαν «ξύλα» απ’ το κρύο, έφτανε στο καφενείο
του γέρου του Νούση και έστριβε δεξιά στο δρομάκι που πήγαινε παράλληλα στο
ποτάμι και σ’ έφερνε να περάσεις δίπλα από τις μεγάλες πόρτες της αυλής του
Νάνου. Λίγα μέτρα ακόμα και θα έφτανε στο σημείο. Εκεί
πάνω στο φράγμα του ποταμιού, υπήρχε και ένα μικρό σιδερένιο τραπεζάκι, που το
βάλανε επίτηδες προκειμένου ο παπάς να
διευκολυνθεί στον Αγιασμό.
Σαν έφτασαν, ο κόσμος
αραδιάστηκε στη μια πλευρά και πίσω από τον παπά για να βλέπει κάτω στο ποτάμι.
Όλοι περίμεναν με μεγάλη υπομονή, πότε επιτέλους θ’ αρχίσει το Ευαγγέλιο και πότε
το «Εν Ιορδάνη βαπτιζομένου Σου Κύριε…» για να πέσει ο Σταυρός. Και φυσικά
ποιος ή ποιοι επίδοξοι, θα έκαναν πρώτοι το μεγάλο άλμα μέσα στο ποτάμι ,σπάζοντας
τον πάγο του για να τον πιάσουν! Ύστερα έτσι βρεγμένο, να τον σηκώσουν ψηλά, να
τον φιλήσουν και περήφανοι για την εξαιρετική τους επιτυχία να τον παραδώσουν
πάλι πίσω στον Πατέρα, παίρνοντας την ευλογία του.
Αλλά να, άρχισε το Ευαγγέλιο και οι ψαλτάδες ακολουθούν με το
«Κύριε ελέησον» και το «Αλληλούια». Οι ευλαβείς χωριανοί μας κάνουν τώρα το
σταυρό τους και κοιτάνε με αγωνία, άλλοι από κοντά και άλλοι από μακριά, πότε ο
καλός ιερέας θα κάνει την κίνηση να «πετάξει» το ιερό Σύμβολο.
Και ενώ πλησιάζει να τελειώσει το Ευαγγέλιο και να γίνει η
κατάδυση, όλοι διαπιστώνουν με έκπληξη και
πιο πολύ ο παπάς, ότι δεν υπάρχουν μέσα στο νερό άτομα να τον πιάσουν! Οι
περισσότεροι από τους νέους που μαζεύτηκαν δίπλα στο ποτάμι, στέκονται εκεί,
καθηλωμένοι σ’ ένα σημείο και μουδιασμένοι. Τρίβουν τα χέρια τους για να
ζεσταθούν και αστειεύονται, περιμένοντας
ο ένας τον άλλον να κάνει την αρχή. Έτσι λοιπόν από το μυαλό του κόσμου περνάει
η σκέψη, πως εφέτος μάλλον ο Σταυρός θα χρειαστεί κορδέλα για να τον τραβήξει
επάνω ο ιερέας και να τον «πιάσει» τελικά ο ίδιος. Ώσπου..!
Από την παρέα των νέων ο Χρήστος, που μένει κάπου εκεί κοντά,
και που όλη την ώρα είχε τα χέρια στις τσέπες του καινούργιου παλτού του και όλο
μιλούσε για τα λουστρίνια τα παπούτσια του, ξαφνικά βρέθηκε να πέφτει σαν να
ήταν άγαλμα στο νερό, βγάζοντας ένα επιφώνημα δυσαρέσκειας! Τον είχε σπρώξει να
πέσει μέσα χωρίς αυτός να το θέλει, ο ξάδερφός του ο Τρύφωνας, μια και δεν τον
έβλεπε από μόνο του και πολύ ορεξάτο να κολυμπήσει.
Όμως σχεδόν ταυτόχρονα, βρέθηκε και ο ίδιος ο Τρύφωνας να
είναι στο ποτάμι και να έχει γίνει μούσκεμα από την κορυφή έως τα νύχια! Και
αυτόν τον είχε σπρώξει ο φίλος του ο Μάρκος, που είχε το σπίτι του εδώ ακριβώς
απέναντι από το ποτάμι. Τώρα οι δυο φουκαριάρηδες, θέλανε δε θέλανε θα έπαιρναν
το κρύο μπανάκι τους!
Α! φώναζε και ξαναφώναζε ο κόσμος από πάνω και χειροκροτούσε,
βλέποντας τα δυο θαρραλέα ξαδέρφια να φέρνουν βόλτες στο ποτάμι,που άφριζε καθώς
πηδούσαν μέσα και χτυπούσαν το νερό με τα χέρια, ενώ στις όχθες του έσπαζαν τους
πάγους για να ζεσταθούν.
Η μοίρα όμως σήμερα θέλει και άλλους στο ποτάμι! Δυο φίλοι
από το χωριό, ο Λευτέρης και ο Γιώργος, πήραν τη θέση τους εδώ ανεβασμένοι πάνω
στα κλαδιά μιας μουριάς, που χρόνια τώρα φύτρωνε δίπλα στο ρέμα και η πονόψυχη τάιζε
με τα γλυκά, άσπρα μούρα της, όσους πεινασμένους πέρναγαν από κάτω
της. Στολισμένοι κι οι δυο, περιποιημένοι και καθαροί, ήθελαν να κάνουν «χάζι»
όλους όσους θα έπεφταν στο ποτάμι. Έτσι από εκεί πάνω προς το παρόν, ρέμβαζαν
και γελούσαν με το πάθημα των δύο ξαδέρφων, που «κατ’ ανάγκην» βρέθηκαν να
κολυμπάνε. Πάνω στο χάζι τους όμως, δεν πρόσεξαν ποιοι ήταν κάτω από το δένδρο!
Δυο συγχωριανοί τους λοιπόν, ο Δημοσθένης και ο Πέτρος, που
τους έβλεπαν να κρέμονται εκεί πάνω σαν να ήταν νυχτερίδες, σκέφτηκαν να κάνουν και σ’ αυτούς ένα αστείο και να τους
κατεβάσουν από το δένδρο «κακήν κακώς», ρίχνοντας τους στο ποτάμι. Ήταν μια
ευκαιρία να πάρουν και αυτοί μέρος στο «πιάσιμο» του Σταυρού!
Έτσι με μια συντονισμένη και γρήγορη κίνηση που έκαναν, εντελώς
ανύποπτα για τους «κρεμασμένους», κούνησαν με δύναμη τα κλαδιά του δένδρου που
τους κράταγαν επάνω τους και κυριολεκτικά τους «γκρέμισαν» από ψηλά μέσα στο
νερό.
Αλλά όμως και οι «πέφτοντες», όταν κατάλαβαν το σκοπό των
συγχωριανών τους, έδρασαν αμέσως και δεν τους άφησαν να χαρούν την επιτυχία
τους! Γιατί την τελευταία στιγμή και προτού ακόμα οι δυο τους προσγειωθούν,
πρόλαβαν και άρπαξαν από τα σακάκια και αυτούς παρασύροντάς τους, εκεί τέλος
πάντων που κατέληξαν και οι ίδιοι!
Κατ’ αυτόν τον τρόπο μέσα σε διάστημα ολίγων λεπτών και πριν
να τελειώσει μια φορά το «Εν Ιορδάνη…», βρέθηκαν να είναι στο ποτάμι αρκετά
άτομα, όλοι νέοι, παλικάρια του χωριού, που χωρίς να το καταλάβουν, βούτηξαν
κατά τα συνηθισμένα της μέρας στο νερό και έγιναν ήρωες μέσα στην παγωνιά.
Για τη λεβεντιά τους αυτή και την παλικαριά, εισπράττουν τώρα
νέα θερμά χειροκροτήματα του κόσμου!
Τη δόξα όμως αυτή, ζηλεύουν και άλλα παιδιά. Όλοι θέλουν να
πιάσουν το Σταυρό και να ακουστεί το όνομά τους στο χωριό. Ύστερα είναι και
νέοι. Και σαν τέτοιοι,σίγουρα θα χτυπάει η καρδιά τους για κάποια ομορφούλα!
Επομένως όποιος πιάσει ηρωικά το Σταυρό,όλο και «κάτι» περισσότερο θα έχει να αποκομίσει από
την ψυχή αυτή, το βραδάκι στη «βόλτα» που γίνεται στην πλατεία.
Ας πούμε ένα πιο ζεστό, πιο γλυκό, πιο τρυφερό χαμόγελο!
Έτσι λοιπόν τώρα για να «δοξαστούν»,πέφτουν με τη θέλησή τους
και άλλοι. Αυτή τη φορά από τη γειτονιά των προσφύγων. Είναι τα φιλαράκια, ο
Χρυσός, ο Νίκος και ο Χαρίλαος. Πολύ καλά παιδιά και με ευγενική ψυχή. Καθώς
περπατάνε μέσα στο ποτάμι, από τα ρηχά προς τα βαθιά, ρίχνουν νερό ο ένας στον
άλλον για να συνηθίσουν το κρύο. Τελικά φτάνουν στο «μπουέτι» μαζί με τους
άλλους που έπεσαν πρώτοι και αστειεύονται μαζί τους. Εδώ το νερό φτάνει τους περισσότερους
μέχρι τον ώμο τους. Δεν φοβούνται όμως ούτε το βάθος ούτε και τον πάγο.
Εν τω μεταξύ ο παπα-Σαράντης με ένα χαμόγελο κρυμμένο μέσα
στα κάτασπρα γένια του, κόντευε να τελειώσει για τρίτη φορά το «Εν Ιορδάνη…»
και όλοι όσοι ήταν μέσα στο νερό, ακούνητοι
τον κοιτάζουν στα μάτια. Θέλουν να μαντέψουν σε ποιο σημείο σκέφτεται να ρίξει
τον Σταυρό για να πάνε πρώτοι να τον πάρουν!
Στο τέλος, μετά από μια ολοφάνερη αγωνία στα πρόσωπά τους, τον
βλέπουν να τινάζει το χέρι του προς στα δεξιά του ποταμιού, ωστόσο όμως πολύ
γρήγορα να το φέρνει στα αριστερά και ύστερα «κάτι» να φεύγει από το χέρι του
και να βυθίζεται πίσω τους με εκείνον τον χαρακτηριστικό θόρυβο.
Αστραπιαία τότε, όλοι τρέχουν
προς τα εκεί . Μάλιστα θα έλεγε κανένας σπρώχνοντας ο ένας τον άλλον για να βρούνε
το πολυπόθητο Ιερό Σύμβολο. Στα χαμένα όμως!
Ο αγαθός γέροντας, βλέποντας αυτήν την αγωνία και την ένταση στα
πρόσωπα των παιδιών για να πιάσουν τον Σταυρό και το σεβασμό τους προς την Άγια
αυτή Ημέρα που αγιάζονται και φωτίζονται τα πάντα, θέλησε να δοκιμάσει την
πίστη τους. Επί πλέον ο ίδιος να διαπιστώσει, εάν όλοι τους μπροστά στην Άγια
αυτή Πράξη της Κατάδυσης, θεωρούν κατώτερης σημασίας την ταλαιπωρία τους μέσα
στα παγωμένα νερά.
Γι αυτό, την πρώτη αυτή φορά, δεν έφυγε από το χέρι του ο
Σταυρός αλλά μια πέτρα, που όλοι όμως την προσέλαβαν για Εκείνον. Και
πραγματικά! Αν και όλοι βούτηξαν με το κεφάλι τους στο βυθό και έγιναν εκεί
κάτω ένα κουβάρι, όταν κατάλαβαν τι είχε συμβεί, κανένας δεν βαρυγκώμησε, ούτε
δυσαρεστήθηκε. Αντίθετα μάλιστα! Θεώρησαν την πράξη του αυτή σαν ένα
καλοπροαίρετο αστείο, όμοια με εκείνα που κάνει ο παπάς με την καλή του την
καρδιά όλο το χρόνο, για να διαπαιδαγωγεί το ποίμνιό του.
Τελικά ο ρασοφόρος, αφού βεβαιώθηκε για την πίστη των παιδιών
στην Εκκλησία, ψάλλοντας ο ίδιος το
γνωστό Απολυτίκιο της ημέρας, έριξε τον Σταυρό στο ποτάμι. Και για να μην
υπάρξει συνωστισμός στην ανάδυση, αλλά και για να μη χαθεί στο βυθό, μια και δεν τον έδεσε με κορδέλα, φρόντισε
να τον ρίξει κάπου στην άκρη και σε μέρος που να φαίνεται και το νερό δεν έτρεχε
βαθύ.
Και έτρεξαν τότε όλοι προς τα εκεί! Με τα χέρια και τα πόδια ο
καθένας, σπρώχνει το νερό για να φτάσει γρηγορότερα. Ο κόσμος πάνω από το φράγμα
κοιτάζει «έκθαμβος» και με περιέργεια, για το ποιος μέσα από τα αφρισμένα κύματα
θα σηκώσει πρώτος το «Ιερό» και θα το φιλήσει. Ύστερα, αφού το δώσει και στους
άλλους να κάνουν το ίδιο, θα τρέξει με χαρά να το παραδώσει στον παπά, φιλώντας
το Ευαγγέλιο και το χέρι του. Πάντα βέβαια με τα «μπράβο» και τις άλλες επευφημίες
των συγχωριανών του. Όμως…
Όμως αυτό δε γίνεται! Η ώρα περνάει και ο τυχερός δε φαίνεται
να κρατάει με ικανοποίηση τον Σταυρό και να τον δείχνει στον κόσμο. Γι αυτό και
μεταξύ των κολυμβητών υπάρχει προβληματισμός. Τι να έγινε άραγε ο Σταυρός! Όλοι
τον είδαν να φεύγει από τα χέρια του ιερέα. Και τώρα λες και τον άρπαξε κάποιος
και εξαφανίστηκε.
Έτσι προς στιγμήν, κάθονται όλοι ακίνητοι μήπως και
καθαρίσουν τα νερά και τον δούνε. Άδικος όμως ο κόπος! Ο Σταυρός δε φαίνεται
πουθενά, πράγμα που ανησύχησε και τον παπά με τους ψάλτες. Όσο για τον κόσμο…
Φώναζε αστειευόμενος οι κολυμβητές να βάλλουν τα γυαλιά τους!
Η αναζήτηση αυτή κράτησε αρκετά λεπτά της ώρας, χωρίς βέβαια αποτέλεσμα.
Μάλιστα για την ανεύρεση, έκαναν προσπάθειες να μπούνε και άλλοι στο ποτάμι,
εκτός από αυτούς που ήταν ήδη μέσα και τον αναζητούσαν.
Δεν χρειάστηκε όμως βοήθεια, γιατί το θαύμα έγινε!
Από μακριά μέσα από το ποτάμι και από ένα σημείο που αυτό
έτρεχε πλατύτερο και το βάθος του δεν ξεπερνούσε τον αστράγαλο ενός ποδιού,
ακούστηκε κάποιος με βραχνή φωνή να φωνάζει προς το συγκεντρωμένο πλήθος:
-Χωριανοί εδώ είναι ο Σταυρός, κοιτάξτε, τον έχω
στο χέρι μου!
Στήλες άλατος έμειναν οι περισσότεροι και ιδιαίτερα οι
κολυμβητές με τα λόγια που άκουσαν. Και η έκπληξή τους έγινε μεγαλύτερη, όταν
διαπίστωσαν ότι τα λόγια έβγαιναν από το στόμα ενός γεροντάκου, που πραγματικά κρατούσε το Άγιο
Σύμβολο στο ένα του το χέρι και χαρούμενο το σήκωνε ψηλά, ενώ στο άλλο είχε το
μπαστούνι του και προσπαθούσε να περάσει με προσοχή ένα ξύλινο γεφυράκι. Ωστόσο
όμως επειδή πάνω σ’ αυτό δεν μπορούσε να κρατήσει την ισορροπία του, όλοι το
βλέπουν να κατεβαίνει και να βαδίζει
μέσα στο νερό.
Φυσικά, όλοι γνώριζαν αυτόν τον άνθρωπο. Γνωστή φυσιογνωμία
στο χωριό από την καλή του την καρδιά και τη μεγάλη του αγάπη και πίστη στον
Θεό. Ήταν αυτός ο χριστιανός, που πρώτος πήγαινε το πρωί της Κυριακής στη Θεία
Λειτουργία και στις άλλες Ακολουθίες και τελευταίος έφευγε, πάντα όρθιος να
προσεύχεται πίσω από μια κολώνα του Ναού.
Αυτός λοιπόν ο άνθρωπος, το καλόκαρδο γεροντάκι που λέμε,
ήταν ο μπάρμπα-Θανάσης.
Σήμερα πάλι από τα χαράματα ήταν στην Εκκλησία. Εξ αιτίας όμως
των πολλών χρόνων που βάρυναν την πλάτη του, ήταν αδύνατο να ακολουθήσει τον
κόσμο, που βάδιζε πολύ γρήγορα στο ποτάμι για τον Αγιασμό. Ήθελε όμως να είναι
εκεί έστω και με καθυστέρηση. Έτσι πήρε το μπαστουνάκι του και σιγά σιγά έφτασε τελευταίος
μέχρις εδώ. Φτάνοντας δε, προτίμησε να βρίσκεται στην άλλη μεριά του ποταμιού , ακριβώς
απέναντι από το συγκεντρωμένο πλήθος για να βλέπει καλύτερα.
Κάποια στιγμή, ενώ περίμενε και αυτός να πιάσουν τον Σταυρό
και νοιώθοντας την ανάγκη να τον φιλήσει και ο ίδιος στα χέρια του παπά,
αποφάσισε να περάσει απέναντι για να είναι πιο κοντά του. Όταν λοιπόν με
δυσκολία ανέβηκε στη γέφυρα, πρόσεξε από κάτω τηςότι το νερό παρέσυρε κάποιο
αντικείμενο που γυάλιζε. Κοίταξε καλύτερα και μέσα από τα μεγάλα γυαλιά του
διαπίστωσε ξαφνιασμένος, πως το νερό παρέσυρε έναν Σταυρό. Φυσικά κατάλαβε ότι ήταν ο Σταυρός που έπεσε πριν από λίγο στο
ποτάμι.
Αυτό που έγινε σήμερα το γεροντάκι το θεώρησε μεγάλο θαύμα!
Ένα θαύμα που του χάρισε ο Κύριος για να το ζήσει ο ίδιος! Κατέβηκε λοιπόν όσο πιο
γρήγορα μπορούσε από τη γέφυρα και άρπαξε με λαχτάρα τον Σταυρό μέσα από το
νερό. Τον σήκωσε ψηλά και την καλή του αυτή τύχη,τη βροντοφώναξε στους άλλους
και στον παπά,που όλοι τους πάσχιζαν να βρούνε τον Σταυρό στα βαθιά...
Έτσι απλά γιορτάστηκαν τότε τα Θεοφάνεια. Τα Φώτα, όπως τα
λέμε και σήμερα! Δεν είχε σημασία ποιος «έπιασε» τον Σταυρό. Μικρός ή μεγάλος
στην ηλικία, πλούσιος ή φτωχός, επώνυμος ή ανώνυμος μέσα σ’ εκείνη στην ήρεμη κοινωνία
του χωριού. Μπροστά στο Θεό όλοι είναι ίδιοι!
Πάντως, όλοι όσοι βρέθηκαν εκείνη τη φορά στο ποτάμι, είτε να
κολυμπούν είτε να βλέπουν, χάρηκαν πουμε την Χάρη του Θεού βρήκε τον Σταυρό ένας
παππούς.Ένας χωριανός τους που τον εκτιμούσαν. Γι αυτό και όλοι αυτοί, που από
πάνω τους ακόμα έσταζαν τα νερά, ψάλλοντας οι ίδιοιτο «Εν Ιορδάνη βαπτιζομένου
Σου Κύριε…» και μέσα από τα χειροκροτήματα των συγχωριανών τους, πήραν στους
ώμους τους τον άξιο παππού και τον πήγαν στον παπά για να τον ευλογήσει.
Δεν ξέρω αν λίγες ώρες αργότερα, συμμετείχε ο παππούς με τα
παιδιά και στο «γύρισμα» της εικόνας του βαπτιζόμενου Χριστού στα σπίτια των
χωριανών.Όλοι η παρέα μ’ εκείνο το συμπαθέστατο γαϊδουράκι να το σέρνει από πίσω της
με το καπίστρι, φορτωμένο στο σαμάρι του σιτάρι και
καλαμπόκι, όπως υπαγόρευε το έθιμο.
Σίγουρο όμως είναι, ότι όλα αυτά τα παιδιά που έπεσαν στο
ποτάμι, το βράδυ χόρευαν στο καφενείο του γέρο-Νούση με το κλαρίνο του κυρ
Τάσου και το νταούλι του κυρ Πέτρου. Πάλι κατά το έθιμο!
Στη Δωροθέα την παλιά, την όμορφη, όπως τη θυμάμαι πάντοτε με
εκείνα τα ανεξίτηλα χρώματα της ζωής της και
των κατοίκων της..!
ΤΡΥΦΩΝ ΟΥΡΔΑΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου